Ό,τι έμαθες να το ξεχάσεις. Κι ό,τι κέρδισες πρέπει να χάσεις. Όσα έπιασες να τα αφήσεις. Κι ό,τι έχτισες να το γκρεμίσεις. Δεν βάζω, φίλε, τους κανόνες. Έτσι πηγαίνει η γραμμή αδιαλείπτως για αιώνες. Κανείς δεν κάνει για πολύ ίδιος να μείνει. Αλλιώς ο κύκλος σκυθρωπά τριγύρω κλείνει. Ο κόσμος γίνεται μικρή, αδιάφορη τελεία. Μορφάζει, φέρεται γελοία. Γιατί αν και θα όφειλε να σταματήσει, εκείνος καίγεται να συνεχίσει. Ενώ νομίζεις σπλαχνικά θα τον τελειώσεις με την παύλα, γι΄ άλλο ένα μπάρκο μόλις του πλήρωσες τα ναύλα. Στο πλάι τα δυο σημάδια ξύπνια γυρίζει. Φιλοτεχνεί θαυμαστικό και ξαναρχίζει. Το μπρος θέλει πίσω να επιστρέψει. Κι ό,τι ανέβλυσε ψάχνει τρόπο να στερέψει. Άκρα διπλώνονται ν’ αγγίξουνε τη μέση. Κι ό,τι σηκώθηκε, προσεύχεται να πέσει. Δεν φέρω, αδερφέ μου, την ευθύνη. Είναι συνήθεια που λατρεία έχει γίνει. Τα πάντα ενθαρρύνονται ν’ αλλάζουν. Αλλιώς απομένουνε μνημεία που τρομάζουν. Ο λόγος φρικιασμένος ρίχνει το κέλυφος σε κώμα. Μετουσιώνεται να διαφύγει απ’ το σώμα.