Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Υπασπιστές του Αινικτή

Ό,τι έμαθες να το ξεχάσεις. Κι ό,τι κέρδισες πρέπει να χάσεις. Όσα έπιασες να τα αφήσεις. Κι ό,τι έχτισες να το γκρεμίσεις. Δεν βάζω, φίλε, τους κανόνες. Έτσι πηγαίνει η γραμμή αδιαλείπτως για αιώνες. Κανείς δεν κάνει για πολύ ίδιος να μείνει. Αλλιώς ο κύκλος σκυθρωπά τριγύρω κλείνει. Ο κόσμος γίνεται μικρή, αδιάφορη τελεία. Μορφάζει, φέρεται γελοία. Γιατί αν και θα όφειλε να σταματήσει, εκείνος καίγεται να συνεχίσει. Ενώ νομίζεις σπλαχνικά θα τον τελειώσεις με την παύλα, γι΄ άλλο ένα μπάρκο μόλις του πλήρωσες τα ναύλα. Στο πλάι τα δυο σημάδια ξύπνια γυρίζει. Φιλοτεχνεί θαυμαστικό και ξαναρχίζει. Το μπρος θέλει πίσω να επιστρέψει. Κι ό,τι ανέβλυσε ψάχνει τρόπο να στερέψει. Άκρα διπλώνονται ν’ αγγίξουνε τη μέση. Κι ό,τι σηκώθηκε, προσεύχεται να πέσει. Δεν φέρω, αδερφέ μου, την ευθύνη. Είναι συνήθεια που λατρεία έχει γίνει. Τα πάντα ενθαρρύνονται ν’ αλλάζουν. Αλλιώς απομένουνε μνημεία που τρομάζουν. Ο λόγος φρικιασμένος ρίχνει το κέλυφος σε κώμα. Μετουσιώνεται να διαφύγει απ’ το σώμα.

Ντέι

Να εδώ στην ψύχρα μου λένε πως είμαι μουλάρι με στυλωμένα ποδάρια γιατί γκαρίζω για κρυμμένο γκρεμό. Πως θα ‘πρεπε να ‘χω στη σειρά καπίστρι δεμένο για να συμβαδίζω με τον καιρό. Να είμαι ελεήμονας, να συγχωρώ. Να κάνω μια βόλτα με του άλλου τα πέταλα προτού τον εντάξω στους φαλτσοδρόμους. Για να ‘χεις αγώγι μυαλό δε χρειάζεται, χρειάζεται όμως παΐδια και ώμους. Έτσι τα βρήκαμε, έτσι πηγαίνουμε , τι θέλεις να κάνουμε τώρα; Σαμαρώσου εκεί πέρα και παράτα τα κλάματα για δήθεν εμπόδια και μπόρα. Αν ήταν οι γόμαροι να διαλέγουν πιλάλες, τα σταμναγκάθια θα ορίζαν ευθείες, στροφές και διχάλες.  Μην την κουράζεις την κεφάλα λοιπόν. Το ξύπνημα είναι νταλγκάς και μεράκι για αψιμαχίες μεταξύ πετεινών. Δέξου στα καπούλια εναρκτήριο κόλαφο και την πεπατημένη χωρίς έγνοιες περπάτα. Θα ‘ναι τα πνευμόνια στο πάνε αδειανά, μα όταν γυρίσεις θα ‘χεις τα παχνιά σου ως επάνω γεμάτα. Τι κι αν τρίζουν με λαχτάρες τα δόντια; Τι κι αν ιδέες καιν’ τα ρουθούνια; Ο δρόμος να μένει γνωστός κι απαράλλακτος και κτ

Μαλλιά Κουβάρια

Ξέρεις δεν χτενίζομαι τα Σάββατα. Θέλω τα ρήματά μου αμετάβατα. Γιατί αν αρχίσω να μπλέκω μ’ αντικείμενα, ποτέ δε θα ‘βρω το σθένος που περίμενα να φτιάξω τις προτάσεις μου λυτές. Μια λέξη μόνο, αδέσμευτη, με παρά πόδα την τελεία. Ρωτάει ο καθρέφτης με κάποια ειρωνεία, ενοχλημένος που δεν τον χρειάζομαι όπως χθες: “Πώς θα βγεις έξω; Πώς θα σεργιανίσεις; Μαλλιά ανάκατα ο κόσμος δεν συγχωρεί. Καλά τα πρόσωπα κι άγιες οι εγκλίσεις, μα εδώ μιλούν οι άτεγκτοι αριθμοί. Είναι τα βλέμματα κόμποι, μπερδέματα. Αντί για καταλήξεις, αλλάζεις θέματα. Πριν το χτένι φτάσει στ’ απροχώρητο, πιστεύεις θ’ αντέξεις την τροπή;”  Άκου και σημείωνε, καθρέφτη μου ζηλόφθονε, αν με ένοιαζαν οι τόσοι, το μαλλί θα είχα στρώσει. Αίτια ποιητικά θέλουνε παθητικές. Αν δεν πάθεις δεν θα μάθεις πως να ορίζεις τις φωνές . Δεν πειράζει, κάνω χάζι να τους βλέπω ν’ απορούν. Και στα κινητά να ψάχνουν για να επιβεβαιωθούν. Δεν τους λένε οι οθόνες τα βαριά τα μυστικά, δείχνουν μόνο τις εικόνες που θέλουν τα αφεντικά. Βιάσου,

Αυτό που δεν Ταιριάζει

Διαίρεση κι αφαίρεση. Πράξεις πολύτιμες. Βαστούν τους συνδέσμους κι αποζημιώνουν για τυχόντα ελλείμματα με κοινές μετοχές. Κάθε αράδα ένα πρόβλημα καινούργιο. Τι είναι αλλιώτικο απ’ τα υπόλοιπα; Δες και πες μου ή με το δάχτυλο δείξε. Όχι ποια στήνουν πανηγύρι και γιορτή, μαζί γελάνε και χορεύουν. Αυτά ποσώς μας νοιάζουν. Κανείς δεν τ’ αναζήτησε ποτέ κι ούτε και πρόκειται. Είναι εκεί και σήμερα και αύριο και πάντα. Τίποτα δεν μαρτυρούν για τις μεγάλες εξισώσεις της επιλύουσας πλάσης.Το ένα μας αφορά. Που στέκει παράμερα χωρίς να συγχρωτίζεται. Εκείνο που θα αναγκαστεί να διαβεί το ίσον επειδή αντέχει να κολυμπήσει ανάντη.  Ζώο ασυνόδευτο παρατάει το κοπάδι από συνήθεια. Χωρίς πίσω να κοιτάει. Δεν γουστάρει σκόνη κι αχούς από στριμώγματα. Κανένα λάσο δεν φτιάχνει θηλιά αρκετά φαρδιά το βερνικωμένο του κέρατο να δέσει. Όσα μπόλας κι αν πετάξουν στα σβέλτα του ποδάρια αστοχούν. Καμία μπράντα συνεπώς δεν του καίει τα καπούλια. Μονάχα τούτο το παράταιρο σημάδι εκ γενετής. Πολλοί το είδαν.

Διασφάλιση Κρίσιμων Υποδομών

Οι υποθέσεις εργασίας, αρχιμάστορα, κάποτε σχολάνε και πάνε σπίτια τους ν’ αράξουν στο ταπεινό ντιβάνι μετά δόξης και τιμής. Σκεπάρνια τότε δεν χτυπούν, καρφιά βαθιά στα υλικά να μπήξουν. Μήτε νήματα στάθμης δένουν, να ‘χουν να παίρνουν αλφαδιές αδιαπραγμάτευτες με σβέλτες θεωρίες. Έτσι ορίζει ο οικοδομικός κανονισμός. Έτσι και η εμπειρία. Θα πρεπε να το ξέρεις του σιναφιού αφού είσαι και στο κουρμπέτι έτη και έτη συναπτά. Δεν γίνεται ολοένα στο εργοτάξιο να τις κρατάς να σου δουλεύουν φρυκτές υπερωρίες. Όσα επιπλέον μεροκάματα κι αν τάξεις. Πόσο ν’ αντέξουν; Θα σιχτιρίσουν και στα μούτρα θα σε φτύσουν. Δίκιο θα έχουν. Γιαπί ο δοξασμένος πύργος θ’ απομείνει. Πέτρες στοιβαγμένες και ανεκπλήρωτες προθέσεις. Χωρίς ταβάνι τα δωμάτια. Χωρίς σοβάτισμα οι τοίχοι. Τζάμπα ο κόπος. Τη σφυρίχτρα της λήξης βάρδιας, μου φαίνεται, έχεις στη ζούλα απορρυθμίσει ώστε να μην ηχεί ποτέ. Και την αφήνεις ανεπισκεύαστη επίτηδες από δόλιο συμφέρον κι όχι από φόρτο υπερβάλλοντα ή αμέλεια αθώα. Καθώς αυτή ψυ

Σερμπέτι και Μπαρούτη

Θέλεις, ω μέγα σύγχρονε στρατηλάτη, να καταλάβεις. Να καταλάβεις πολλά και γρήγορα. Αυτοκρατορία να ‘χεις στήσει αχανή, ώσπου να βράσει το βραδινό σου τσάι. Ξένα μέρη να πάρεις για δικά σου και τα κουμάντα σου να κάνεις τα δερβίσικα στους δρόμους και τις αποθήκες τους. Σήμερα κιόλας, που κίνησες απ’ την κρεβατοκάμαρα για να φτάσεις οσονούπω στο σαλόνι. Το λέει περδικούλα σου, το ξέρεις. Αγόρασες γαλόνια απ’ το ίντερνετ σε τιμή συμφέρουσα με άμεση παράδοση κατ’ οίκον. Για ασκήσεις στην τέχνη της πολιορκίας ούτε λόγος. Ό,τι είναι να μάθεις θα το μάθεις μπαμ και κάτω. Τα πιάνεις εύκολα εξάλλου.  Τα πιάνεις εύκολα, εφόσον άλλοι ξέρουν να ρίξουν. Γιατί είναι και κάτι τύποι, τελείως ξεχαμπάρωτοι, μωρ’ αδελφάκι μου. Δόγηδες τάχα λογίζονται, μα μία δεν σκαμπάζουν από γουστόζικα τοπώνυμα. Όλο κάτι μακρυνάρια δυσκολοπρόφερτα σε γλώσσες ασυνάρτητες μολογάνε, σαν ρωτάς για πού τραβάνε συνήθως οι κοσμοκράτορες. Ετούτοι κάργα σε φθονούν και σ’ επιβουλεύονται, να ξέρεις. Γιατί είσαι μερακλής και ξύ

Όλες οι Άλλες Γλώσσες

Καταμεσής σε αλωνάκι βαθουλό που ορίζουν πάσσαλοι αυτοφυείς ένα γύρω και γκρεμός βαθύπτωτος στο πέρα. Κτήμα μισιακό της γνώσης και της λόξας. Εκεί θα την βρεις, δουλοπάροικο κι επιστάτρια. Στα ριζά παντοτινά δεμένη από γεννησιμιού της. Ήσυχη ποτέ δεν μένει. Ολοένα πάλλεται, χοροπηδάει και χορεύει. Μια τ’ ανάγλυφα ουράνια γαργαλάει και πασαλείβεται την κοσμογόνα αστερόσκονη. Μια ξοπίσω, σιμά στην μπούκα του φρέατος που σκαπανεύουν άνεμοι ποιητές, αποσύρεται να πάρει φόρα για ταυροκαθάψια. Υποκλίσεις, στροφές, τινάγματα με πάθος και λαχτάρα εκτελεί. Έχει διπλώματα πολλά στο παλμαρέ της. Έτσι αεικίνητη, επιμελής και σβέλτη που ‘ναι, μονάχα ευδοκίμηση θε να φέρει στους οικείους.  Εξόν άμα μακραδερφάδες της, σπουδάστριες της υπέροχης τάξης του αδιαμφισβήτητου, επέμβουν αυτεπάγγελτα κι εκδώσουνε διάταγμα πως πρέπει παραταύτα να λουφάξει. Φρόνιμη να μείνει. Να πάψει, οριστικώς κι αμετακλήτως, τις προκλητικές γυροβολιές που υφαίνουν εύπτυχες νεφέλες και χαλκεύουν όλκιμα βουητά. Να μην παίζει

Ανίχνευση Πυλών Υποδοχής

Πρόθυμος είμαι να χωρέσω σ’ όποιον νου με μπάσουνε νεύματα προσκλητικά. Όσο κι αν πρέπει να σκύψω ή να πηδήξω στο κατώφλι για να φτάσω το πολύτιμο. Τα γούστα μου ξέρω πάνω-κάτω, μα ποτέ κανείς δεν έχασε δοκιμάζοντας κάτι καινούργιο. Έτσι καμιά πρόσκληση δεν απορρίπτω. Σεμνή ή μεγαλόφωνη. Δεν έχω πρόθεση την επικρατούσα τάξη να χαλάσω ή να αμφισβητήσω των νοικοκυρέων τη σεβάσμια φρονιμάδα. Αγένεια θα ‘ταν. Κοιτάζω και παρατηρώ μονάχα. Πλέκω τα δάχτυλα. Σταυρώνω τα ποδάρια. Έχω υποχρέωση εδώ που βρέθηκα να καταγράψω. Γιατί αλλιώτικα τη διάταξη οι καμαράρχες να φανερώσουν, αν δεν ήθελαν να δω και να θαυμάσω; Όταν λέω πρόθυμος, δεν πετάω και τη σκούφια μου. Να ‘με σγχωρνάνε οι αφεντάδες που καλογνώμησαν να μου εκάμουν το ορίστε. Μακάριοι να ‘στε κι ευλογία στα ομορφολάξευτα τσερβέλα σας. Φίλντισι στα φρύδια σας, σμαράγδια στα σβερκά σας κι όλα τα πλούτη των λογισμών παντοτινά δικά σας. Τούτος εδώ ο ανάξιος παρεπίδημος να σας προσβάλλει δεν θα τολμούσε. Είστε καλοί κι άγιοι π’ ανοίξατε πο

Τεχνικές Αναπνοής

Κοίτα, σε τούτο εδώ το λιθάρι που χορεύει στο έρεβος για χιλιετηρίδες δεν είσαι μόνος. Δεν μπορείς να ‘σαι μόνος. Ακόμα κι αν μέσα στην απελπισία σου κάποιες φορές το εύχεσαι ψιθυριστά. Υπάρχουν τριγύρω σου δισεκατομμύρια ζευγάρια πνευμόνια που φουσκώνουν μ’ ανάσες πύρινες . Κι ας μην τα βλέπεις, όσο τσούζουν τα μάτια απ’ τα δάκρυα του πένθους σου. Κι ας μην τ’ ακούς, όσο βουλώνουν τ’ αυτιά απ’ τα βάθη της πτώσης σου. Πάντα ανάμεσά τους θα ‘σαι και θα νιώθεις τον παλμό τους. Την έντασή τους και την κάψα τους. Θα συνεχίσουν να πάλλονται είτε το θέλεις, είτε όχι.  Εδώ που βρέθηκες, αλλιώς δε γίνεται. Είναι γραμμένο στο ιερό βιβλίο των απαράβατων νόμων της ύπαρξης. Κι η γνώση αυτή κυλάει αυθόρμητα στις φλέβες. Να φέρει εξάψεις παρακινητικές και πόνους ολέθριους να γλυκάνει. Δεν είσαι αλλιώτικος. Όχι ολότελα. Αν εκπαιδεύτηκες στη σύγκριση, εκ προοιμίου τ’ αποτέλεσμα γνωρίζεις. Δεν είσαι μονάδα. Είμαστε όλοι. Αν έμαθες να μετράς, το ξέρεις ήδη. Στο πιο ψηλό βουνό. Στο πιο σκοτεινό δωμάτιο.

Γυμνό Ελάχιστο

Mην κουράζεσαι. Ικμάδα δύναμης μη χαρίζεις. Ούτε για αυτούς που τις γραμμές της επάρκειας όρισαν πριν από εσένα, σε εποχές άλλες του αλλόκοτου ονείρου. Ούτε γι’ αυτούς που δίπλα σου πορεύονται αργά, κουβαλώντας το βαρύ φορτίο της ασυνέπειας σε διαδρομές ασύζευκτες. Ούτε για αυτούς που ύστερα θα σηκωθούν να περπατήσουν με σβελτάδα, έχοντας την απαίτηση, προνόμιο θείο επικαλούμενοι , τίποτα ποτέ να μη σηκώσουν. Στάσου καταμεσής στις στρατευμένες σκιές της ιστορίας, φτύσε στα πόδια τους και πες: “Δεν ξοδεύω τον εαυτό μου για τα μούτρα σας”. Δεν φτάνεις. Δεν είσαι αρκετός. Κανείς αρκετός δεν φτιάχτηκε. Κι ούτε ποτέ μέλλει να φτιαχτεί.  Πήγαινε. Εδώ. Εκεί. Αλλού. Ελαφρύς κι αδρομολόγητος. Πίσω ίχνη μην αφήσεις. Κι ας λιώνουν τα πόδια σαν κερί παρακλητικό σε κάθε πάτημα στο αχάριστο τοπίο. Διέσχισε αμέριμνος φλογισμένα λιθάρια κι αστραποβολημένα χόρτα. Μα ούτε ένα βότσαλο πάνω σ’ άλλο μην απιθώσεις. Αλλιώς θα σε βρουν και θα σε χρεώσουν. Όλα όσα εκείνοι δεν μπόρεσαν να κάνουν. Όλα όσα θέλουν